- ἐξουρισμός
- ἐξουρ-ισμός, ὁ,A drawing forth of urine, Dsc.Eup.2.113.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εξουρισμός — ἐξουρισμός, ο (Α) η αφαίρεση τών ούρων με επέμβαση … Dictionary of Greek
ἐξουρισμόν — ἐξουρισμός drawing forth of urine masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)